δευτεροῦχος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον, = τὰ δευτερεῖα ἔχων, Lyc.204.
Spanish (DGE)
-ον
que está en segundo lugar ὅρκων τὸ δευτεροῦχον ἄρσαντες ζυγόν Lyc.204.
German (Pape)
[Seite 554] den zweiten Platz einnehmend, Lycophr. 203.
Greek (Liddell-Scott)
δευτεροῦχος: -ον, τὰ δευτερεῖα ἔχων, Λυκόφρ. 204.
Greek Monolingual
δευτεροῦχος, -ον (Α)
αυτός που κατέχει τη δεύτερη θέση, που κατέχει τα δευτερεία.