διομαλύνω
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
distribute evenly, Plu.2.130d.
Spanish (DGE)
hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.
Greek (Liddell-Scott)
διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.
French (Bailly abrégé)
égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.
Greek Monolingual
διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).