διμηνιαῖος

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμηνιαῖος Medium diacritics: διμηνιαῖος Low diacritics: διμηνιαίος Capitals: ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: dimēniaîos Transliteration B: dimēniaios Transliteration C: diminiaios Beta Code: dimhniai=os

English (LSJ)

α, ον, two months old, Hp.Nat.Mul.19, Mul. 1.47; of two months, χρόνος Cleom.1.7, Gem.6.14, Gp.17.3.3 (v.l. -μηναῖος).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.Bub.3.3
1 de pers. de dos meses de edad o de vida παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.Epid.7.106, ἔμβρυον Hp.Mul.1.47, δ.· bimenstruus, Gloss.2.277.
2 c. palabras de ‘tiempode dos meses, que dura dos meses διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος PFam.Teb.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., Gp.17.3.3, Anat.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

διμηνιαῖος: -α, -ον, δύο μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἱππ. 690Α, 757F.

Greek Monolingual

-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)
αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)
αρχ.
ηλικίας δύο μηνών.