δυσεγχείρητος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ον, hard to take in hand, J.AJ15.11.2.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de llevar a cabo, de acometer τὸ μέγεθος τῆς ἐπιβολῆς I.AI 15.388, τὸ πρόβλημα Hippol.Fr.Cant.1.10 en Muséon 77.1964.142.
German (Pape)
[Seite 678] schwer anzugreifen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεγχείρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 11, 2.
Greek Monolingual
δυσεγχείρητος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να επιχειρηθεί.