βαυκάλημα
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ατος, τό, lullaby, Socr.Ep.27.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
arrullo ἐτιθηνήθην γὰρ ἐκ νέου ἔτι πάλαι Σωκρατικοῖς ὡς ἄν τις εἴποι βαυκαλήμασιν Socr.Ep.25.2.
German (Pape)
[Seite 439] τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.
Greek Monolingual
το (AM βαυκάλημα) βαυκαλώ
τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα
νεοελλ.
1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση
2. αβάσιμη ελπίδα.