ἀμειπτικός

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμειπτικός Medium diacritics: ἀμειπτικός Low diacritics: αμειπτικός Capitals: ΑΜΕΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ameiptikós Transliteration B: ameiptikos Transliteration C: ameiptikos Beta Code: a)meiptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for exchange, τράπεζα IG5(1).18 (Sparta, i A. D.); -κή, ἡ, business of exchange, OGI484 (Pergam.). II in requital, χάρις Sch.Pi.P.2.33.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de cambista τράπεζα IG 5(1).18A.6 (Esparta I a.C.)
subst. ἡ τῆς ἀμειπτικῆς ἐργασία el negocio de cambista, OGI 484.24 (Pérgamo I a.C.).
2 dado a cambio χάρις Sch.Pi.P.2.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμειπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνταμείβων, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 31.

Greek Monolingual

ἀμειπτικός, -ή, -όν (AM)
μσν.
αυτός που ανταμείβει, που ανταποδίδει
αρχ.
ο σχετικός με την ανταλλαγή, ειδικά νομισμάτων «ἀμειπτικὴ τράπεζα», το τραπέζι του αργυραμοιβού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω + παραγ. κατάλ. -τικός].