ἀμειπτικός
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἀμειπτική, ἀμειπτικόν,
A of or for exchange, τράπεζα IG5(1).18 (Sparta, i A. D.); ἀμειπτική, ἡ, business of exchange, OGI484 (Pergam.).
II in requital, χάρις Sch.Pi.P.2.33.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de cambista τράπεζα IG 5(1).18A.6 (Esparta I a.C.)
•subst. ἡ τῆς ἀμειπτικῆς ἐργασία el negocio de cambista, OGI 484.24 (Pérgamo I a.C.).
2 dado a cambio χάρις Sch.Pi.P.2.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμειπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνταμείβων, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 31.
Greek Monolingual
ἀμειπτικός, -ή, -όν (AM)
μσν.
αυτός που ανταμείβει, που ανταποδίδει
αρχ.
ο σχετικός με την ανταλλαγή, ειδικά νομισμάτων «ἀμειπτικὴ τράπεζα», το τραπέζι του αργυραμοιβού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω + παραγ. κατάλ. -τικός].