ἀμιθρέω
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ἀμιθρός, Ep. and Ion. metath. for ἀριθμέω, ἀριθμός, Nicoch.5 D., Call.Cer.86, Fr.339, Phoen.1.9, Herod.6.6, Simon.228.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
contar ποίμνι' ἀ. Call.Cer.86, τὰ κρίμν' Herod.6.6, cf. Nicoch.19A, Call.Fr.314, Phoen.2.8, cf. ἀριθμέω.
German (Pape)
[Seite 124] zählen, für ἀριθμέω, Callim. frg. 339; Phoenix bei Ath. XII, 530 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμιθρέω: ἀμιθρός, κατ’ Ἐπικὴν μετάθ. ἀντὶ ἀριθμέω, ἀριθμός, Καλλ. εἰς Δήμ. 86, Ἀποσπ. 339, Θεόκρ. 13. 72, Ahr., Σιμων. 134: πρβλ. Ruhnk Ἐπισ. Κριτ. σ. 172.
Greek Monotonic
ἀμιθρέω: από Επικ. μεταθ. αντί ἀριθμέω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμιθρέω: Theocr. v.l. = ἀριθμέω.
Middle Liddell
[by epic metath. for ἀριθμέω, Theocr.]