ἀναπληρωτέον
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
one must fill up, supply, Plu.Cim.2, Gp.9.11.3.
Spanish (DGE)
hay que llenar τοὺς ... διακένους τόπους Gp.9.11.3
•fig. satisfacer τὴν ἀλήθειαν Plu.Cim.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπληρωτέον: ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2.
Greek Monotonic
ἀναπληρωτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει κάποιος να αναπληρώσει, σε Πλούτ.