ἀνοργάζω
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
lit. A knead up: in Pass., ἀνωργασμένον σῶμα relaxed, Hp.Int.21. II toss, dandle, παιδία Hsch. (nisi ad ἀνορταλίζειν spectat).
Spanish (DGE)
1 relajar ἵνα ἀνοργασμένον τὸ σῶμα ᾖ Hp.Int.21.
2 mecer, acunar Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοργάζω: ἀναζυμώνω, πλάσσω, κοινῶς «πλάθω», μαλάσσω, ἵνα γοῦν ἀνωργασμένον (κοιν. ὡργισμένον) τὸ σῶμα ᾖ πρὸς τὴν φαρμακοποσίην (Ἱππ. 543. 51) = ἀναμεμαλαγμένον· ― «τὸ δὲ μαλάξαι λέγουσι πολλάκις ἀνοργάσαι» Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. 225, 440. ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνοργάζειν· ἀνακινεῖν».