ἀπειροπόλεμος
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
English (LSJ)
ον, inexperienced in war, App.Mith.51; τὸ ἀπειροπόλεμον D.H.8.37. Adv. ἀπειροπολέμως App.BC2.71.
Spanish (DGE)
-ον
1 inexperto, no acostumbrado a la guerra ἀγρότης Tz.Comm.Ar.1.57.28, cf. App.Mith.51
•subst. neutr. τὸ ἀ. impericia guerrera D.H.8.37.
2 adv. -ως sin experiencia guerrera App.BC 2.71.
German (Pape)
[Seite 285] im Kriege unerfahren, τὸ ἀπ. D. Hal. 8, 37. – Adv., App.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειροπόλεμος: -ον, ὁ ἄπειρος πολέμου, Ἀππ. Μιθρ. 51. τό ἀπειροπόλεμον, ἡ ἔλλειψις πείρας ἐν πολέμῳ, Διον. Ἁλ. 8. 37. - Ἐπίρρ. -μως Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 71.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπειροπόλεμος, -ον)
χωρίς πολεμική πείρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον
η έλλειψη πολεμικής πείρας.