ἀπροφύλακτος
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
[ῠ], ον, A not guarded against, unforeseen, Th.4.55. Adv. -τως D.C.38.41, Ach.Tat.8.1. 2 unguarded, Opp.H.5.106. II Act., using no precautions, Hld.6.13.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1desguarnecido φορτίς Opp.H.5.106
•de pers. desprevenido Πέρσαι Hld.6.13.2.
2 imprevisible πόλεμος Th.4.55, D.C.36.23.1, ἐρώτησις Const. en Eus.VC 2.70.
II adv. -ως de forma imprevista ἀ. αὐτὸν (πόλεμον) ποιησόμεθα D.C.38.41.7, τρίτην ἀ. ἔπαισε Ach.Tat.8.1.4, περὶ τοῦ μὴ ἀ. φθέγγεσβαι τοῖς ἁμαρτήσασι Ath.Al.M.28.380D.
German (Pape)
[Seite 340] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροφύλακτος: [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, ἀπροόρατος, ἀπρόοπτος, Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) ἀφύλακτος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.
Étymologie: ἀ, προφυλάσσω.
Greek Monotonic
ἀπροφύλακτος: -ον (προφῠλάσσομαι), αυτός από τον οποίο δεν προφυλάχθηκε κάποιος, απρόοπτος, αιφνίδιος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροφύλακτος: непредвиденный, неожиданный (πόλεμος Thuc.).
Middle Liddell
[προφυλάσσομαι]
not guarded against, unforeseen, Thuc.