ἀφρηστής
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
οῦ, ὁ, foamer, of a dolphin, AP7.214 (Arch.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ espumeante δελφίς AP 7.214 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 415] ὁ, der Schäumer, Beiwort des Delphin, Archi. 30 (VII, 214).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρηστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀφρίζων, ὁ ἐξάγων ἀφρόν, ἐπὶ δελφῖνος, Ἀνθ. Π. 7. 214.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait jaillir de l'écume (dauphin).
Étymologie: ἀφρέω.
Greek Monotonic
ἀφρηστής: -οῦ, ὁ (ἀφρός), αυτός που αφρίζει, λέγεται για το δελφίνι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρηστής: οῦ ὁ пенитель (моря) (эпитет дельфина) Anth.