ἀτευχής
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ές, (τεῦχος) unequipped, unarmed, E.Andr.1119, AP9.320 (Leon.).
Spanish (DGE)
-ές
inerme ἀτευχῆ παῖδ' Ἀχιλλέως E.Andr.1119, de Afrodita AP 9.320.3 (Leon.), cf. Nonn.D.26.19, 27.120
•fig. desarmado, sin recursos contra una tentación, Serapio Off.Med.17. • DMic.: a-te-u-ke.
German (Pape)
[Seite 385] ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτευχής: -ές, (τεῦχος) μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1119, Ἀνθ. Π. 9. 320.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non équipé, non armé.
Étymologie: ἀ, τεῦχος.
Greek Monolingual
ἀτευχής, -ές και ἀτεύχητος, -ον (Α) τεύχος
ο άοπλος.
Greek Monotonic
ἀτευχής: -ές (τεῦχος), μη οπλισμένος, άοπλος, σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, -ον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτευχής: невооруженный Eur., Anth.
Middle Liddell
τεῦχος
unequipped, unarmed, Eur., Anth.