ἁρμοστήρ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = ἁρμοστής (one who arranges, one who governs, harmost, governor), X.HG4.8.39, IG5(1).937.2 (Cythera). II κοσμητής 1.2, Pl.Com.126. III of stones, laid with the grain, Hsch.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 harmosta en Lacedemonia IG 5(1).937 (Citera IV a.C.), X.HG 4.8.39.
2 preceptor de buenas costumbres, en Atenas, Pl.Com.134.
3 arq. remate Hsch.s.u. ἁρμοστής. • DMic.: a-mo-te-re.
German (Pape)
[Seite 356] ῆρος, = folgdm, Hesych.; vgl. Plat. com. Ir. Mein. Com. 2, 2, 658.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοστήρ: ῆρος, ὁ, τῷ ἑπομ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 39. ΙΙ. κοσμητής Ι. 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι», 9.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 harmoste, nom des gouverneurs lacédémoniens dans les îles ou les cités étrangères;
2 gouverneur d'une colonie athénienne.
Étymologie: ἁρμόζω.
Greek Monolingual
ἁρμοστήρ, ο (Α) αρμόζω
1. το εργαλείο με το οποίο γίνεται η συναρμολόγηση
2. ο διακοσμητής.
Greek Monotonic
ἁρμοστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμοστήρ: ῆρος ὁ Xen. = ἁρμοστής.