Θυέστειος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
α, ον, of Thyestes, ῥάκη Ar.Ach.433; δεῖπνον Porph.Chr. 69.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Thyeste.
Étymologie: Θυέστης.
Greek (Liddell-Scott)
Θυέστειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Θυέστην, ῥᾴκη Ἀριστοφ. Ἀχ. 433.
Greek Monotonic
Θυέστειος: -α, -ον, σχετικά με τον Θυέστη, σε Αριστοφ.