καταρέομαι

From LSJ
Revision as of 21:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καταράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.

Greek Monolingual

καταρέομαι (Α)
ιων. τ. του καταρώμαι.

Greek Monotonic

κατᾱρέομαι: Ιων. αντί καταράομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾱρέομαι: ион. = καταράομαι.