ξυλίζομαι
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Med., gather wood, X.An.2.4.11; ἐκ τοῦ παραδείσου Plu.Art.25; ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Alciphr.I.I.
German (Pape)
[Seite 281] Holz lesen, holen, Xen. An. 2, 4, 11 u. Sp., wie Plut. Artax. 25.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἐξυλισάμην;
ramasser du bois.
Étymologie: ξύλον.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλίζομαι: μέσ., συλλέγω ξύλα, Λατ. lignari, ξυλιζόμενος Ξεν. Ἀν, 2. 4, 11, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· μεταφ., ξυλισάμενος ὀλίγα κομμάτια Ἀλκίφρων 1. 1.
Greek Monotonic
ξῠλίζομαι: (ξύλον), Μέσ., μαζεύω ξύλα, Λατ. lignari, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλίζομαι: ходить за дровами, доставлять дрова Xen., Plut.