παιδισκάριον
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
τό, Dim. of παιδίσκη, Men.338, 402.15, Ph.2.451, Arr.Epict.3.25.6, Luc.DMort.27.7, Hld.1.11; μουσικὰ π. Posidon. 28.4 J.
German (Pape)
[Seite 440] τό, dim. von παιδίσκη; Men. bei Gell. N. A. 2, 23; D. L. 7, 13; Luc. Mort. D. 27, 7 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de παιδίσκη.
Greek (Liddell-Scott)
παιδισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ παιδίσκη, παιδισκάριόν με καταδεδούλωκ’ εὐτελές, ὃν πώποτ’ οὐδεὶς τῶν πολεμίων Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 3, ἐν «Πλοκίῳ» 1. 15, Φίλων 2. 451, Λουκ. Νέκρ. Διάλ. 27. 7.
Greek Monolingual
παιδισκάριον, τὸ (Α) παιδίσκη
υποκορ. του παιδίσκη.
Greek Monotonic
παιδισκάριον: τό, υποκορ. του παιδίσκη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παιδισκάριον: (κᾰ) τό молоденькая девушка Men., Diog. L., Luc., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδισκάριον -ου, τό [παιδίσκη] dienstmeisje. hoertje.
Middle Liddell
παιδισκάριον, ου, τό, [Dim. of παιδίσκη, Luc.]