συνερανισμός

From LSJ
Revision as of 09:32, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερᾰνισμός Medium diacritics: συνερανισμός Low diacritics: συνερανισμός Capitals: ΣΥΝΕΡΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: syneranismós Transliteration B: syneranismos Transliteration C: syneranismos Beta Code: suneranismo/s

English (LSJ)

ὁ, gathering in, collecting, Plu.2.992a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνισμός:собирание, сбор Plut.