Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.
συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.
Α
βλ. σύνολος.