συνευνάομαι
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
Pass., = συνευνάζομαι, Hdt.6.69,107, Luc.VH2.46.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
Pass.
s'unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάω.
Greek (Liddell-Scott)
συνευνάομαι: Παθητ., = συνευνάζομαι, Ἡρόδ. 6. 69, 107, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 46.
Greek Monotonic
συνευνάομαι: Παθ., συν-ευνάζομαι, σε Ηρόδ., Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνευνάομαι [σύν, εὐνάω] naar bed gaan (met), slapen (met), met dat.. ἐδόκεε ὁ Ἱππίης τῇ μητρὶ τῇ ἑωυτοῦ συνευνηθῆναι Hippias droomde dat hij naar bed ging met zijn eigen moeder Hdt. 6.107.
Russian (Dvoretsky)
συνευνάομαι: Her., Luc. = συνευνάζομαι.
Middle Liddell
[Pass., = συνευνάζω, Hdt., Luc.]