τύλων
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A one with a callous hide, Gloss.
French (Bailly abrégé)
3gén. pl. de τύλος.
Greek (Liddell-Scott)
τύλων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων δέρμα τυλῶδες, πλῆρες τύλων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων)].