ἀκέραυνος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ον, = ἀκεραύνωτος (not lightning-struck, not struck by lightning), of Capaneus, A. Fr. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épargné par la foudre.
Étymologie: ἀ, κεραυνός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέραυνος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 15.
Spanish
Greek Monolingual
ἀκέραυνος, -ον (Α) κεραυνός
ο ακεραύνωτος.