ἀνεμοσφάραγος

From LSJ
Revision as of 12:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοσφάρᾰγος Medium diacritics: ἀνεμοσφάραγος Low diacritics: ανεμοσφάραγος Capitals: ΑΝΕΜΟΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: anemospháragos Transliteration B: anemospharagos Transliteration C: anemosfaragos Beta Code: a)nemosfa/ragos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, echoing to the wind, κόλποι Pi.P.9.5.

Spanish (DGE)

(ἀνεμοσφάρᾰγος) -ον que resuenan con el viento κόλποι Pi.P.9.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit du vent.
Étymologie: ἄνεμος, σφάραγος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].

English (Slater)

ᾰνεμοσφᾰρᾰγος echoing in the wind ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων (P. 9.5)

Greek Monolingual

ἀνεμοσφάραγος, -ον (Α)
αυτός που αντηχεί από το φύσημα των ανέμων.

Greek Monotonic

ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμοσφάρᾰγος: (φᾰ) оглашаемый шумом ветра (κόλποι Pind.).

Middle Liddell

echoing to the wind, Pind.