ἄφερτος
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ον, insufferable, intolerable, A.Ag.386 (lyr.), al.; κακόν Id.Eu. 146 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
insoportable χειμών A.A.564, cf. 395, νόσος A.Eu.146, A.1103, μόρος A.Ch.442, A.1600, ἄφερτα κήδη A.Ch.469, Πειθώ, ... παῖς ἄ. Ἄτας A.A.386.
German (Pape)
[Seite 409] (φέρω), unerträglich, oft bei Aesch. κακόν, νόσος u. ä., Ag. 392 Eum. 141.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable.
Étymologie: ἀ, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφερτος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 386, 395, 564, 1103, 160, Εὐμ. 146.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄφερτος, -ον)
αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη
2. αυτός που δεν έχει έλθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φερτός < φέρω.
Greek Monotonic
ἄφερτος: -ον (φέρω), αφόρητος, ανυπόφορος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφερτος: невыносимый, нестерпимый (πρόστριμμα, κακόν Aesch.).
Middle Liddell
φέρω
insufferable, intolerable, Aesch.