πόρθημα

From LSJ
Revision as of 11:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρθημα Medium diacritics: πόρθημα Low diacritics: πόρθημα Capitals: ΠΟΡΘΗΜΑ
Transliteration A: pórthēma Transliteration B: porthēma Transliteration C: porthima Beta Code: po/rqhma

English (LSJ)

ατος, τό, = πόρθησις (sack), Plu. Sull. 16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 683] τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dévastation, ruine, pillage.
Étymologie: πορθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρθημα -ατος, τό [πορθέω] verwoesting.

Russian (Dvoretsky)

πόρθημα: ατος τό (результат) разорение, разрушение (ἁρπαγαὶ καὶ πορθήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πόρθημα: τό, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Σύλλ. 16.

Greek Monolingual

τὸ, Α πορθώ
1. εκπόρθηση πόλης
2. λεηλασία, λαφυραγωγία.

Greek Monotonic

πόρθημα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.