βοῦκος
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
Dor. βῶκος (v.l.), ὁ, = βουκαῖος, Theoc.10.38. (Perh. a pr. n.)
German (Pape)
[Seite 456] dor. βῶκος, = βουκαῖος, Theocr. 10, 38.
Russian (Dvoretsky)
βοῦκος: ὁ пастух Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
βοῦκος: Δωρ. βῶκος, ὁ, =βουκαῖος, Θεοκρ. 10. 38.
Greek Monotonic
βοῦκος: Δωρ. βῶκος, = ὁ, βουκαῖος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
= βουκαῖος, Theocr.]