εἴσκειμαι

From LSJ
Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσκειμαι Medium diacritics: εἴσκειμαι Low diacritics: είσκειμαι Capitals: ΕΙΣΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: eískeimai Transliteration B: eiskeimai Transliteration C: eiskeimai Beta Code: ei)/skeimai

English (LSJ)

used as Pass. of εἰστίθημι, to be put on board ship, Th. 6.32.

German (Pape)

[Seite 743] hineingelegt sein, darin liegen, Her. 2, 73 Thuc. 6, 32.

Russian (Dvoretsky)

εἴσκειμαι: староатт. ἔσκειμαι досл. быть сложенным внутрь (о грузе), быть погруженным (ἐσέκειτο πάντα Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴσκειμαι: ὡς παθ. τοῦ εἰστίθημι, εἶμαι τιθειμένος ἐντός, ἔγκειμαι, ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. ἔγκειμαι Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.

Greek Monolingual

εἴσκειμαι (AM)
μσν.
είμαι κοντά, πλησιάζω
αρχ.
είμαι τοποθετημένος μέσα.

Middle Liddell

as Pass. of εἰστίθημι
to be put on board ship, Thuc.