οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: λῡμάντωρ | Medium diacritics: λυμάντωρ | Low diacritics: λυμάντωρ | Capitals: ΛΥΜΑΝΤΩΡ |
Transliteration A: lymántōr | Transliteration B: lymantōr | Transliteration C: lymantor | Beta Code: luma/ntwr |
ορος, ὁ, = λυμαντήρ, Timo 65.
λῡμάντωρ: ορος ὁ Sext. = λυμαντήρ.
λῡμάντωρ: ὁ, = λυμαντήρ, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 171.
λυμάντωρ, -ορος, ὁ (Α) λυμαίνω
λυμαντήρ.