μελίχροος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, contr. μελί-χρους, ουν, A = μελίχλωρος, AP12.165 (Mel.), 244 (Strat.). 2 = μελίχρως, PPetr.3p.4, al. (iii B. C.), PCair.Zen. 76.9 (iii B. C.): in gen. μελιχρόου PStrassb.87.14 (ii B. C.). II honied, οἶνος Hp.Aff.43 (sed leg. μελιχρόν).
German (Pape)
[Seite 125] zsgzgn -χρους, χρουν, honigfarbig, gelbbraun, Mel. 31 (XII, 165) u. a. Sp., μελίχροϊ νέκταρι Tryph. 113.
Russian (Dvoretsky)
μελίχροος: стяж. μελίχρους 2 цвета меда, т. е. смуглый Plat. ap. Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μελίχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, = μελίχλωρος, Ἀνθ. Π. 12. 165, πρβλ. 244 II. μελιχρός, μὲ μέλι παρεσκευασμένος, γλυκύς, οἶνος Ἱππ. 526. 39, κτλ.· - δοτ. κατὰ μεταπλ. μελίχροϊ Τρυφ. 113.
Greek Monotonic
μελίχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), το προηγ., σε Ανθ.