παρασύνθημα
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
English (LSJ)
ατος, τό, sign which accompanies the password, Aen.Tact.25.1, Plb.9.13.9, Onos.26.
German (Pape)
[Seite 501] τό, Nebensignal, Gegensignal, Parole, Pol. 9, 13, 9, Onosand. 26.
Russian (Dvoretsky)
παρασύνθημα: ατος τό побочный условный знак (помимо пароля) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
παρασύνθημα: τό, σημεῖόν, τι προστιθέμενον εἰς τὸ σύνθημα, οἱονεὶ δεύτερον σύνθημα, Πολύβ. 9. 13, 19· ἴδε σύνθημα, καὶ πρβλ. Casaub. Αἰν. Τακτ. 25· «τὸ δὲ παρασύνθεμα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἢ νεύματι χειρός, ἢ ὅπλων συγκρούσει ἢ ... κτλ.»
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. στρ. η δεύτερη από δύο προκαθορισμένες λέξεις που αποτελούν το πλήρες σύνθημα και χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ενεργεί έφοδο για έλεγχο τών φυλακίων
2. ναυτ. προσυμφωνημένο μυστικό σήμα αναγνωρίσεως μεταξύ πολεμικών πλοίων που συναντώνται στη θάλασσα ή μεταξύ πλοίου και ξηράς
αρχ.
στρ. αντισύνθημα, δεύτερο σημείο άφθογγο που προσθέτονταν στο σύνθημα, δεύτερο σύνθημα («τὸ δὲ παρασύνθημα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἤ νεύματι χειρός, ἤ ὁπλων συγκρούσει...», Ονήσανδρ.).