πρωτόμαχος

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμᾰχος Medium diacritics: πρωτόμαχος Low diacritics: πρωτόμαχος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: prōtómachos Transliteration B: prōtomachos Transliteration C: protomachos Beta Code: prwto/maxos

English (LSJ)

ον, fighting in the first rank, Ath.4.154e, cf. AP5.70 (pr. n. with pun, Pall.).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόμᾰχος: сражающийся в первых рядах Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμᾰχος: -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή, ο πρόμαχος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πρωτόμαχος
Αθηναίος που εκλέχθηκε στρατηγός μαζί με τον Κόνωνα μετά την καθαίρεση του Αλκιβιάδη το 407 π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- -μαχος (< μάχομαι)].