Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπαστικός

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαστικός Medium diacritics: σπαστικός Low diacritics: σπαστικός Capitals: ΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spastikós Transliteration B: spastikos Transliteration C: spastikos Beta Code: spastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, drawing in, absorbing, τῆς τροφῆς Arist.PA683a22, cf. Pr.881b15; σ. ζῴδια Cat. Cod.Astr. 1.166, 4.152, 8(3).100.

German (Pape)

[Seite 918] ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1.

Russian (Dvoretsky)

σπαστικός: втягивающий, вбирающий внутрь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σπαστικός: -ή, -όν, (σπάω) ὁ συνέλκων, ἀπορροφῶν, πρὸς αὐτὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 4· τῆς τροφῆς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική βρογχίτιδα» β. «σπαστική κολίτιδα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαστικά
ιατρ. παιδιά που πάσχουν από βρεφική εγκεφαλοπάθεια οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας κατά τον τοκετό
3. μτφ. πολύ ενοχλητικός
αρχ.
αυτός που απορροφά, απορροφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σπαστικός έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του σπάω / σπώ, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη μορφή -σπαστος].