χοροήθης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ες, accustomed to the choral dance, νύμφαι h.Pan.3.
German (Pape)
[Seite 1366] ες, an Chöre, Tanze gewöhnt, H. h. 18, 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a l'habitude des chœurs, des danses.
Étymologie: χορός, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
χοροήθης: привыкший к хороводам (Νύμφαι HH).
Greek (Liddell-Scott)
χοροήθης: -ες, ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, χοροήθεσι νύμφαις Ὕμν. Ὁμ. 18. 3.
Greek Monolingual
-όηθες, Α
(ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο-ήθης].
Greek Monotonic
χοροήθης: -ες (ἦθος), συνηθισμένος στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
χορο-ήθης, ες ἦθος
accustomed to the choral dance, Hhymn.