ἀλιγύγλωσσος

From LSJ
Revision as of 17:19, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιγύγλωσσος Medium diacritics: ἀλιγύγλωσσος Low diacritics: αλιγύγλωσσος Capitals: ΑΛΙΓΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: aligýglōssos Transliteration B: aligyglōssos Transliteration C: aligyglossos Beta Code: a)ligu/glwssos

English (LSJ)

ον, with no clear voice, Timo 5.

Spanish (DGE)

(ἀλῐγύγλωσσος) -ον de voz no clara de Protágoras, Timo SHell.779.

Russian (Dvoretsky)

ἀλιγύγλωσσος: с хриплым голосом: οὐκ ἀ. Timon ap. Sext. голосистый.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλιγύγλωσσος: -ον, ὁ μὴ ἔχων καθαρὸν ἦχος τῆς φωνῆς, ὁ μὴ ἔχων λιγυρὰν φωνήν, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9.57.

Greek Monolingual

ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.