ἀλύμαντος

From LSJ
Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύμαντος Medium diacritics: ἀλύμαντος Low diacritics: αλύμαντος Capitals: ΑΛΥΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: alýmantos Transliteration B: alymantos Transliteration C: alymantos Beta Code: a)lu/mantos

English (LSJ)

[ῡ], ον, unhurt, unimpaired, Plu.2.5e, Porph. ap. Eus. PE11.28.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 inalterable, incólume θείου συστήματος ... ἀλυμάντου del alma, Porph. en Eus.PE 11.28.3
c. dat. γήρᾳ δ' ἀλύμαντος Plu.2.5e.
2 inalterado ἀλύμαντα τὰ τῆς προφορᾶς A.D.Pron.97.19, μέτρον Tz.Metr.Pind.23.27.

German (Pape)

[Seite 110] unbeschädigt, γήρᾳ Plut. ed. lib. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀλύμαντος: (ῡ) неповрежденный, невредимый: γήρᾳ ἀ. Plut. не стареющий.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύμαντος: [ῡ], -ον, ἄβλαπτος, μὴ παθὼν βλάβην, σῶος, Πλούτ. 2. 5Ε.

Greek Monolingual

ἀλύμαντος -ον (AM) λυμαίνομαι
αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει βλάβη, αβλαβής, αναλλοίωτος, ανέπαφος.