ἀνθυποβάλλω
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
A bring objections in turn, retort, Aeschin.3.209. II substitute fraudulently, Ph.2.630.
Spanish (DGE)
1 refutar c. dat. αὐτῷ Aeschin.3.209.
2 sustituir con fraude ζυγὸν ἄδικον Ph.2.630.
German (Pape)
[Seite 235] dagegen Einwendungen machen, Aesch. 3, 209.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυποβάλλω: представлять встречные доводы, возражать (τινί Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυποβάλλω: φέρω ἐνστάσεις τινί, ἀντερωτῶ, ὅταν ὑμᾶς ἐρωτᾷ ποῖ καταφύγω, ἄνδρες Ἀθηναῖοι; ... ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ, ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
(Α ἀνθυποβάλλω)
1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει
2. υποκαθιστω με απάτη.