ἀνιερόω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
dedicate, devote, Arist.Oec.1346b5; τινί τι Plu.Cor.3:—Pass., PTeb.60.10 (ii B. C.), BGU1202.5 (i B.C.), etc.: used of persons invoking the wrath of the gods upon themselves or others in case of breach of faith, SIG1179 (Cnidus).
Spanish (DGE)
1 dedicar, consagrar c. ac. de cosa ὥστε συνέβαινεν ἐν δέκα ἔτεσι κεῖνόν τε ἅπαντα ἔχειν ἅπερ ἀνιέρωσε Arist.Oec.1346b5, τοῦτο SB 7245.3 (III a.C.)
•c. dat. θεῷ τινι Dam.Pr.262
•c. ac. y dat. ἐπινίκιον ... Διοσκόροις Plu.Cor.3, τῷ δὲ Διονύσῳ τὴν πίτυν Plu.2.676a, κηπόταφον Μαξίμῳ SB 9801.2 (III d.C.)
•abs. ἀνιερώσαντος βασιλέως Ταρκυνίου D.H.6.95
•en v. pas. ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶν LXX 1Es.9.4, cf. PTeb.84.10 (II a.C.), SB 9935.27 (II a.C.), BGU 1202.5 (I a.C.), ᾧ ἡ βοτάνη ἀνιέρωται PMag.4.2975
•γῆ ἀνιερωμένη tierra consagrada, PTeb.60.10 (II a.C.), SB 5280
•c. ac. de pers. Ἀντίνοον ... ὡς Γανυμήδην ὁ Ζεύς Clem.Al.Prot.4.49.
2 consagrar a las divinidades infernales, maldecir ἀνιεροῖ Ἀρτεμεὶς Δάματρι, Κούραι, θεοῖς παρὰ Δάματρι πᾶσι SIG 1179 (Cnido).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consacrer.
Étymologie: ἀνά, ἱερόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνιερόω:
1) освящать (τι Arst.);
2) посвящать (τι θεῷ τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιερόω: ἀφιερῶ, ἀνατίθημι, Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως ἤτοι παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ.
Greek Monotonic
ἀνιερόω: μέλ. -ώσω, αφιερώνω, αναθέτω, τί τινι, σε Πλάτ.