ἄπικρος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ον, not bitter, τῷ ἤθει Arist.VV1250a42, cf. Ptol.Tetr.158.
Spanish (DGE)
-ον
no amargo ἄπικρον ... τῷ ἤθει dulce de carácter Arist.VV 1250a43.
German (Pape)
[Seite 291] ohne Bitterkeit, Arist. Virt. et vit. 4, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἄπικρος: лишенный горечи Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπικρος: -ον, ὁ μὴ πικρός, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 4. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄπικρος, -ον)
αυτός που δεν είναι πικρός
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα.