Ἀσιατογενής
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ές, of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.
Spanish (DGE)
(Ἀσιᾱτογενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
originario de Asia ἰσχύς A.Pers.12, Λυδὴ χείρ Critias Eleg.4.5.
German (Pape)
[Seite 370] = Ἀσιαγενής, Aesch. Pers. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
originaire d'Asie, asiatique.
Étymologie: Ἀσία, γένος.
Russian (Dvoretsky)
Ἀσιᾱτογενής: Aesch. = Ἀσιαγενής.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.
Greek Monotonic
Ἀσιᾱτογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.