ἐπᾶλτο
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾶλτο: ион. 3 л. sing. aor. 2 к ἐφάλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾶλτο: (κατὰ Βεκκῆρον ἔπαλτο), ἴδε τὸ ῥῆμα ἐφάλλομαι, καὶ πρβλ. ἀναπάλλομαι.
English (Autenrieth)
see ἐφάλλομαι.
Greek Monotonic
ἐπᾶλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφ-άλλομαι· αλλά ἔπαλτο, Παθ. αόρ. βʹ του πάλλω.