ὀλιγώρημα

From LSJ
Revision as of 21:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγώρημα Medium diacritics: ὀλιγώρημα Low diacritics: ολιγώρημα Capitals: ΟΛΙΓΩΡΗΜΑ
Transliteration A: oligṓrēma Transliteration B: oligōrēma Transliteration C: oligorima Beta Code: o)ligw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, act of negligence, Arist.VV1251b22.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγώρημα: ατος τό Arst. = ὀλιγωρία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιγώρημα: τό, πρᾶξις περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.

Greek Monolingual

το (Α ὀλιγώρημα) ολιγωρώ
νεοελλ.
αμέλεια που παρατηρείται μόνο μία φορά
αρχ.
πράξη περιφρόνησης.