ἐπαλγής
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ές, painful, Aristeas167, Str.11.13.2, Philum. ap.Aët.5.127, Aët.15.13, Opp.H.4.508: Comp., LXX 4 Ma.14.10, Onos.42.19, Aret.SD2.3. Adv. -γῶς Poll.3.99.
German (Pape)
[Seite 897] ές, schmerzhaft, ὠδίς, Opp. Hal. 4, 508, a. Sp.; auch Strab. XI, 523. – Adv., Poll. 3, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαλγής: -ές, ἀλγεινός, Στράβων 523, Ὀππ. Ἁλ. 4. 508.
Greek Monolingual
ἐπαλγής> -ές (Α)
οδυνηρός, αλγεινός («εἰσὶ δὲ κνησμώδεις καὶ ἐπαλγεῖς [ἅλες]», Στράβ.).
επίρρ...
ἐπαλγῶς
αλγεινά, οδυνηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -αλγής (< άλγος «πόνος»)].