αλγεινός
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός
2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός
αρχ.
αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχικός τ. ἀλγεσ-νὸς (< θ. της λ. ἄλγος) με απλοποίηση του συμπλέγματος -σν- και αντέκταση
ο επικός δε τ. ἀλεγεινὸς είναι μεταπλασμένος τ. του επιθ. ἀλγεινὸς κατ’ επίδραση του ρημ. ἀλέγω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ἀλγεινότητα].