παρακολουθῶ
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παρά + ἀκολουθῶ πού παράγεται ἀπό τό ἀκόλουθος → α ἀθροιστ. + κέλευθος (=δρόμος).
Παράγωγα: παρακολούθησις, παρακολούθημα, παρακολουθητέον, παρακολουθητικός.