σιτομετρέω

From LSJ
Revision as of 09:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτομετρέω Medium diacritics: σιτομετρέω Low diacritics: σιτομετρέω Capitals: ΣΙΤΟΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: sitometréō Transliteration B: sitometreō Transliteration C: sitometreo Beta Code: sitometre/w

English (LSJ)

A deal out portions of corn or provisions, Plb.Fr.75; τινι D.S.13.58: c. acc. cogn., σ. σῖτον LXX Ge.47.12; hold office of σιτομέτρης, IGRom.3.516 (Cadyanda). 2 trans., σ. δύναμιν supply a force with provisions, victual it, Plb.4.63.10, etc.; τὸν δῆμον IG12 (7).389.15 (Aegiale, ii B.C.):—Pass., οἱ πεζοὶ σιτομετροῦνταί τι they have it served out as rations, Plb.6.39.13, cf. IGRom.3.679 (Tlos).— Phryn.360, Thom.Mag.p.335 R., object to the word, preferring σῖτον μετροῦμαι.

German (Pape)

[Seite 885] 1) ein σιτομέτρης sein, sein Amt. Geschäft versehen. – 2) Getreide, übh. Lebensmittel nach bestimmtem Maaße austheilen, τὴν δύναμιν, für das Heer, das Heer mit Getreide versorgen, Pol. 4, 63, 10. 5, 2, 11, oft auch pass., οἱ στρατιῶται σιτομετροῦνται, die Soldaten empfangen. nach bestimmtem Maaße Proviant und Kost.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remplir la fonction de σιτομέτρης.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτομετρέω: (σιτομέτρης) μετρῶ ἢ παρέχω μερίδας σίτου ἢ ζωοτροφιῶν, Πολυβ. Ἀποσπ. 44· σ. τινι Διόδ. 13. 58· μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. σῖτον Ἑββ. (Γένεσ. ΜΖ΄, 12). 2) μεταβ., σ. δύναμιν, ἐφοδιάζω στράτευμα μὲ τροφάς, Πολύβ. 4. 63, 10, κτλ. ― Παθ., οἱ πεζοὶ σιτομετροῦνταί τι, λαμβάνουσι τι κατὰ μερίδας ὡς τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. 6. 39, 13. ― Ὁ Φρύνιχ. 383 καὶ ὁ Θωμ. Μάγιστρ. 795 ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν προτιμῶντες σῖτον μετροῦμαι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.

Russian (Dvoretsky)

σῑτομετρέω:
1) исполнять обязанности ситометра, наблюдать за точностью продовольственных мер Dem.;
2) отмеривать продовольствие (τινι Diod.);
3) снабжать продовольствием (τὴν δύναμιν Polyb.); pass. σιτομετρεῖσθαι Polyb. получать продовольствие.