τουτί
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1132] u. τουτογί, τουτοδί, s. οὗτος, οὑτοσί.
French (Bailly abrégé)
neutre att. de οὗτος.
Greek Monolingual
Α
(αντων.) (αττ. τ.) αυτό, τούτο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. της αντων. οὗτος + επιτατ. -ί].
Greek Monotonic
τουτί: τουτογί, τουτοδί, Αττ. τύποι αντί τοῦτο, τοῦτό γ', τοῦτο δ'· βλ. οὗτος.
Russian (Dvoretsky)
τουτί: intens. n к οὗτος.