τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
épq. θανέειν;inf. ao.2 de θνῄσκω.
θᾰνεῖν: απαρ. αόρ. βʹ του θνῄσκω.
aor.2 zu θνῄσκω.