φλιδάνω
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
v. φλιδάω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδάνει
διαπίπτει, διαρρεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ-(β., λ. φλίω), κατά τα ρ. σε -άνω. Παρλλ. απαντά και ένας τ. αορ. ἔφλιδεν
διέρρεεν, ἐρρήγνυεν (για το ζεύγος φλιδάνω: ἔφλιδον, πρβλ. ἁμαρτάνω: ἥμαρτον, καταδαρθάνω: κατέδαρθον)].
German (Pape)
= φλιδάω.